εντάφιος

εντάφιος
α, ο [ος , ον ]
1) похоронный;

εντάφία σκεύη — похоронные принадлежности;

2) присутствующий на похоронах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντάφιος" в других словарях:

  • εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς …   Dictionary of Greek

  • εντάφιος — α, ο 1. που αναφέρεται στην ταφή (τον ενταφιασμό). 2. που ανήκει στο νεκρό που ενταφιάζεται ή που χρησιμοποιείται στον ενταφιασμό του: Εντάφια σκεύη. 3. που βρίσκεται στον τάφο: Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά (Δ. Σολωμός). 4. που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντάφιον — ἐντάφιος of masc/fem acc sg ἐντάφιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίοις — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίοισιν — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίου — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίων — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίῳ — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντάφια — ἐντάφιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅՈՒՂԱՐԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. παραπέμπων, παραπομπός comes, deductor ἑκφόρων efferens in funus, exportator in funeratione. Որ յուղարկ լինի. յուղարկօղ. ուղեկցելով յուղի դնօղ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐνταφίωι — ἐνταφίῳ , ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»